οργυιούμαι

οργυιούμαι
ὀργυιοῡμαι, -όομαι (Α) [οργυιά]
έχω τεντωμένα τα χέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιοργυιούμαι — όομαι, Α περιβάλλω με ανοιχτούς βραχίονες, αγκαλιάζω («πάχος, ὅσον δύο ἄνδρες περιωργυιωμένοι περιλάβοιεν», Κτησ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀργυιοῦμαι «εκτείνω, απλώνω τα χέρια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”